μηκωνέλαιο

μηκωνέλαιο
το
χημ. ξηραινόμενο έλαιο που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού μήκων η υπνοφόρος με συμπίεση ή εκχύλιση και χρησιμοποιείται ως εδώδιμο, αλλά και για την παρασκευή σαπουνιών, ιατρικών γαλακτωμάτων, καθώς και ελαιοχρωμάτων για τη ζωγραφική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”